ρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίνα | οι | ρίνες |
γενική | της | ρίνας | των | ρινών |
αιτιατική | τη | ρίνα | τις | ρίνες |
κλητική | ρίνα | ρίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρίνα < αρχαία ελληνική ῥίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρίνα θηλυκό
- είδος ψαριού, που ανήκει στα καρχαριοειδή (οικογένεια Squatinidae)και λέγεται αλλιώς άγγελος της θάλασσας.
- η μύτη.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ρίνα