ροδόσταμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόσταμα τα ροδοστάματα
      γενική του ροδοστάματος των ροδοσταμάτων
    αιτιατική το ροδόσταμα τα ροδοστάματα
     κλητική ροδόσταμα ροδοστάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροδόσταμα < μεσαιωνική ελληνική ροδόσταμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροδόσταμα ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ροδόσταγμα
    ※  Της είπε πως όλος ο κόσμος στην πατρίδα του καλλιεργούσε τριαντάφυλλα. Το ροδόσταμα δίνει πιο πολύ κέρδος απ' το σιτάρι. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]