ρούμτζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν η λέξη στα ελληνικά είναι ποντιακή, ή μόνο ποντιακή, χρειάζονται κωδικοί pnt ή και δεύτερος Τομέας pnt. ‑‑Sarri.greek  | 16:24, 26 Ιανουαρίου 2023 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρούμτζα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ?[1] (τουρκική Rumca) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρούμτζα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Η ίδια λέξη υπάρχει και στην καραμανλήδικη γραφή, δηλαδή τα τουρκικά των τουρκόφωνων ορθόδοξων χριστανιακών πληθυσμών που γράφονταν με ελληνικούς χαρακτήρες.
    ※  1806 Λαυσαϊκόν ήτοι Βίβλος περιέχουσα διηγήσεις ασκητικάς ανδρών και γυναικών : γιάνε Λαυσαϊκόν - αποθετήριο Ακαδημίας Αθηνών - γλώσσα:τουρκική, γραφή: καραμανλίδικη
    Κι ασκητιστλερίν ομουρλερινή νάκλ ετέρ, που κιτάπ ήλκ εβέλ γιοανή τηληντέν ρούμτζα γιαβάν τιλινέ πήρ διδάσκαλος ταν τεφσίρ ολουντού
    λείπει η μετάφραση
    ※  1972 Εμμ. I. Τσαλίκογλους, «Λαογραφικά των Φλαβιανών (Ζιντζιντερέ), Καισαρείας της Καππαδοκίας» Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972), σ. 125.
    Ημείς ελέγομεν την γραφήν αυτήν «ρούμτζα-türkçe» (ελληνοτουρκικά). Σήμερον, εάν τυχόν ερωτήσετε μίαν [τουρκόφωνη] γερόντισσάν μας, εάν γνωρίζη να γράφη «καραμανλίτζα», θα εκπλαγή και θα σας απαντήση ότι γράφει «ρούμτζα-türkçe».
  • Στη σύγχρονη Τουρκία, ρούμτζα ονομάζονται τα ελληνικά-ποντιακά που ομιλούν κάποιοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούν σε περιοχές του Πόντου και της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας.[2]
    ※  Από το σπιτάκι του εργοταξίου, ακούγοντάς μας ήρθε προς το μέρος μας ένας εργάτης. Μας είπε πως τον έλεγαν Μαχμούτ και ότι κατάγεται από τον Πόντο. Συνεννοηθήκαμε μαζί του με δύο - τρεις φράσεις που γνωρίζαμε στα ποντιακά. Του εξηγήσαμε τι ήταν αυτό το κτίσμα. Πού ήταν οι εικόνες και τα στασίδια […]. Εδώ δυσκολευτήκαμε. Ο φίλος μας, όμως, ανέσυρε τη λέξη από τη μνήμη των προγόνων του. «Α, σκαμνία», μας είπε, σε άπταιστα ποντιακά. «Ρούμτζα» αποκαλούν την ποντιακή διάλεκτο οι μουσουλμάνοι Πόντιοι.
    Πάνος Σκουρολιάκος, «Στη χώρα των όμορφων αλόγων», Η Αυγή.gr (1 Αυγούστου 2015)· πρόσβαση: 2023-01-24.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 995 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. Rum - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν