ρυμοτομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρυμοτομώ < ελληνιστική κοινή ῥυμοτομέω / ῥυμοτομῶ < αρχαία ελληνική ῥύμη + τέμνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ρυμοτομώ (παθητική φωνή: ρυμοτομούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]