σηματολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ma.to.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐το‐λο‐γώ
Ρήμα[επεξεργασία]
σηματολογώ, αόρ.: σηματολόγησα, παθ.φωνή: σηματολογούμαι, π.αόρ.: σηματολογήθηκα, μτχ.π.π.: σηματολογημένος
- δημιουργώ με λεπτότητα ένα σήμα πλοίου τηρώντας τα κριτήρια που το κάνουν ένα
- βάζω ένα πλοίο στο νηολόγιο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σηματολογώ | σηματολογούσα | θα σηματολογώ | να σηματολογώ | σηματολογώντας | |
β' ενικ. | σηματολογείς | σηματολογούσες | θα σηματολογείς | να σηματολογείς | (σηματολόγει) | |
γ' ενικ. | σηματολογεί | σηματολογούσε | θα σηματολογεί | να σηματολογεί | ||
α' πληθ. | σηματολογούμε | σηματολογούσαμε | θα σηματολογούμε | να σηματολογούμε | ||
β' πληθ. | σηματολογείτε | σηματολογούσατε | θα σηματολογείτε | να σηματολογείτε | σηματολογείτε | |
γ' πληθ. | σηματολογούν(ε) | σηματολογούσαν(ε) | θα σηματολογούν(ε) | να σηματολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σηματολόγησα | θα σηματολογήσω | να σηματολογήσω | σηματολογήσει | ||
β' ενικ. | σηματολόγησες | θα σηματολογήσεις | να σηματολογήσεις | σηματολόγησε | ||
γ' ενικ. | σηματολόγησε | θα σηματολογήσει | να σηματολογήσει | |||
α' πληθ. | σηματολογήσαμε | θα σηματολογήσουμε | να σηματολογήσουμε | |||
β' πληθ. | σηματολογήσατε | θα σηματολογήσετε | να σηματολογήσετε | σηματολογήστε | ||
γ' πληθ. | σηματολόγησαν σηματολογήσαν(ε) |
θα σηματολογήσουν(ε) | να σηματολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σηματολογήσει | είχα σηματολογήσει | θα έχω σηματολογήσει | να έχω σηματολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σηματολογήσει | είχες σηματολογήσει | θα έχεις σηματολογήσει | να έχεις σηματολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σηματολογήσει | είχε σηματολογήσει | θα έχει σηματολογήσει | να έχει σηματολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σηματολογήσει | είχαμε σηματολογήσει | θα έχουμε σηματολογήσει | να έχουμε σηματολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σηματολογήσει | είχατε σηματολογήσει | θα έχετε σηματολογήσει | να έχετε σηματολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σηματολογήσει | είχαν σηματολογήσει | θα έχουν σηματολογήσει | να έχουν σηματολογήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σηματολογούμαι | σηματολογούμουν | θα σηματολογούμαι | να σηματολογούμαι | ||
β' ενικ. | σηματολογείσαι | σηματολογούσουν | θα σηματολογείσαι | να σηματολογείσαι | ||
γ' ενικ. | σηματολογείται | σηματολογούνταν | θα σηματολογείται | να σηματολογείται | ||
α' πληθ. | σηματολογούμαστε | σηματολογούμασταν σηματολογούμαστε |
θα σηματολογούμαστε | να σηματολογούμαστε | ||
β' πληθ. | σηματολογείστε | σηματολογούσασταν σηματολογούσαστε |
θα σηματολογείστε | να σηματολογείστε | σηματολογείστε | |
γ' πληθ. | σηματολογούνται | σηματολογούνταν | θα σηματολογούνται | να σηματολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σηματολογήθηκα | θα σηματολογηθώ | να σηματολογηθώ | σηματολογηθεί | ||
β' ενικ. | σηματολογήθηκες | θα σηματολογηθείς | να σηματολογηθείς | σηματολογήσου | ||
γ' ενικ. | σηματολογήθηκε | θα σηματολογηθεί | να σηματολογηθεί | |||
α' πληθ. | σηματολογηθήκαμε | θα σηματολογηθούμε | να σηματολογηθούμε | |||
β' πληθ. | σηματολογηθήκατε | θα σηματολογηθείτε | να σηματολογηθείτε | σηματολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | σηματολογήθηκαν σηματολογηθήκαν(ε) |
θα σηματολογηθούν(ε) | να σηματολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σηματολογηθεί | είχα σηματολογηθεί | θα έχω σηματολογηθεί | να έχω σηματολογηθεί | σηματολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις σηματολογηθεί | είχες σηματολογηθεί | θα έχεις σηματολογηθεί | να έχεις σηματολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σηματολογηθεί | είχε σηματολογηθεί | θα έχει σηματολογηθεί | να έχει σηματολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σηματολογηθεί | είχαμε σηματολογηθεί | θα έχουμε σηματολογηθεί | να έχουμε σηματολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σηματολογηθεί | είχατε σηματολογηθεί | θα έχετε σηματολογηθεί | να έχετε σηματολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σηματολογηθεί | είχαν σηματολογηθεί | θα έχουν σηματολογηθεί | να έχουν σηματολογηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηματολογώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)