σκολάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκολάζω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈla.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐λά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκολάζω, αόρ.: σκόλασα, μτχ.π.π.: σκολασμένος

Πηγές[επεξεργασία]



Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκολάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σχολάζω. Συγκρίνετε με το σχολάω της κοινής.

Ρήμα[επεξεργασία]

σκολάζω

  1. σχολάω, τελειώνω, παύω τη δουλειά μου
    σχολάτσ̌ε το σχολείε - σχόλασε το σχολείο
    σκολιακώ ’ταρ ο πετρά - σχόλασε ο χτίστης
    Εσκολιάνοι γλήγορα οι εργάτοι σάμερε. - Σχόλασαν γρήγορα οι εργάτες σήμερα.
  2. παύω να γεννάω (και για ανθρώπους), τελειώνει η περίοδος καρποφορίας (για φυτά)

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

σελ.156.jpg, τόμ.3Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens