σκόλη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκόλη | οι | σκόλες |
γενική | της | σκόλης | — | |
αιτιατική | τη | σκόλη | τις | σκόλες |
κλητική | σκόλη | σκόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκόλη θηλυκό
- άλλη μορφή του σχόλη
- ※ Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Ανάγνωσμα πρώτο)
- ※ Τσ΄ Αγιάς Μαρίνας σήμερα, είναι μεγάλη σκόλη, / κι΄ από τα γυροχώριουλα θα μαζωχτούνε όλοι. (Πανηγύρι Αγίας Μαρίνας Μοναστηρακίου Ρεθύμνης, 10/9/2019, )
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σχόλη, σκόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)