σμάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σμάω

  1. καθαρίζω με σαπούνι ή με αλοιφή
  2. (στην παθητική φωνή) πλένω ή επαλείφω το κεφάλι μου
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 110.2
    τότε καὶ τὴν κεφαλὴν σμᾶται μοῦνον βασιλεὺς καὶ Πέρσας δωρέεται
    είναι η μέρα που ο βασιλιάς πλένει το κεφάλι του με ανθόνερο, μονάχα τότε, και κάνει τα δώρα του στους Πέρσες·
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (ελληνιστική κοινή) καθαρίζω, σκουπίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]