σοστενούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοστενούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sostenuto (γραφή με ελληνικό αλφάβητο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.steˈnu.to/

Επίθετο[επεξεργασία]

σοστενούτο (it) (συνήθως άκλιτο)

Επίρρημα[επεξεργασία]

σοστενούτο (it)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]