σοστενούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοστενούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sostenuto (γραφή με ελληνικό αλφάβητο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.steˈnu.to/
Επίθετο[επεξεργασία]
σοστενούτο (it) (συνήθως άκλιτο)
- (μουσική) χαρακτηρισμός είδους πεντάλ του πιάνου που κρατά, παρατείνει τη διάρκεια επιλεγμένων ήχων → δείτε τη λέξη σοστενούτο πεντάλ
Επίρρημα[επεξεργασία]
σοστενούτο (it)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- adagio sostenuto
- pedale del sostenuto (ιταλικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοστενούτο
|