σουφλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

σουφλέ που μόλις βγήκε από τον φούρνο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουφλέ < γαλλική soufflé < souffler < λατινική sufflo < sub + flo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhle- (φουσκώνω, διογκώνω, μεγεθύνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουφλέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]