σποτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. σποτ < αγγλική spot
  2. σποτ < αγγλική spotlight < spot + light

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σποτ ουδέτερο άκλιτο

  1. τηλεοπτική ή ραδιοφωνική διαφήμιση ή παρουσίαση μικρής διάρκειας
  2. μικρό κατευθυντικό φως οροφής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]