σποτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σποτ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεοπτική ή ραδιοφωνική διαφήμιση ή παρουσίαση μικρής διάρκειας