σπυριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spiˈɾʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπυ‐ριά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σπυριάζω, αόρ.: σπύριασα, μτχ.π.π.: σπυριασμένος
- γεμίζω σπυριά στο δέρμα μου
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπυριάζω | σπύριαζα | θα σπυριάζω | να σπυριάζω | σπυριάζοντας | |
β' ενικ. | σπυριάζεις | σπύριαζες | θα σπυριάζεις | να σπυριάζεις | σπύριαζε | |
γ' ενικ. | σπυριάζει | σπύριαζε | θα σπυριάζει | να σπυριάζει | ||
α' πληθ. | σπυριάζουμε | σπυριάζαμε | θα σπυριάζουμε | να σπυριάζουμε | ||
β' πληθ. | σπυριάζετε | σπυριάζατε | θα σπυριάζετε | να σπυριάζετε | σπυριάζετε | |
γ' πληθ. | σπυριάζουν(ε) | σπύριαζαν σπυριάζαν(ε) |
θα σπυριάζουν(ε) | να σπυριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπύριασα | θα σπυριάσω | να σπυριάσω | σπυριάσει | ||
β' ενικ. | σπύριασες | θα σπυριάσεις | να σπυριάσεις | σπύριασε | ||
γ' ενικ. | σπύριασε | θα σπυριάσει | να σπυριάσει | |||
α' πληθ. | σπυριάσαμε | θα σπυριάσουμε | να σπυριάσουμε | |||
β' πληθ. | σπυριάσατε | θα σπυριάσετε | να σπυριάσετε | σπυριάστε | ||
γ' πληθ. | σπύριασαν σπυριάσαν(ε) |
θα σπυριάσουν(ε) | να σπυριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπυριάσει | είχα σπυριάσει | θα έχω σπυριάσει | να έχω σπυριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπυριάσει | είχες σπυριάσει | θα έχεις σπυριάσει | να έχεις σπυριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπυριάσει | είχε σπυριάσει | θα έχει σπυριάσει | να έχει σπυριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπυριάσει | είχαμε σπυριάσει | θα έχουμε σπυριάσει | να έχουμε σπυριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπυριάσει | είχατε σπυριάσει | θα έχετε σπυριάσει | να έχετε σπυριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπυριάσει | είχαν σπυριάσει | θα έχουν σπυριάσει | να έχουν σπυριάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπυριάζω
|
[επεξεργασία]
- ↑ σπυριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.