σπυριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπυριάζω < σπυρ(ί) + -ιάζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spiˈɾʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπυ‐ριά‐ζω

σπυριάζω, αόρ.: σπύριασα, μτχ.π.π.: σπυριασμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]