στάλαγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στάλαγκ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Stalag, συγκοπή του Stammlager (→ δείτε τις λέξεις Stamm και Lager): κυριολεκτικά: κύριο στρατόπεδο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στάλαγκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]