Μετάβαση στο περιεχόμενο

στάλαγκ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στάλαγκ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Stalag, συγκοπή του Stammlager ( δείτε τις λέξεις Stamm και Lager): κυριολεκτικά: κύριο στρατόπεδο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στάλαγκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]