Lager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Lager | die | Lager |
γενική | des | Lagers | der | Lager |
δοτική | dem | Lager | den | Lagern |
αιτιατική | das | Lager | die | Lager |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lager (de) ουδέτερο
- η αποθήκη
- το στρατόπεδο
- η κατασκήνωση
- το κοίτασμα