στραβοπατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

στραβοπατώ < στραβός + -ο- + πατώ

στραβοπατώ

  1. (κυριολεκτικά) πατάω στραβά στο έδαφος ή το πάτωμα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω, σφάλλω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]