συγκατηγορούμενη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκατηγορούμενη < συγκατηγορούμενος + -η
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκατηγορούμενη θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκατηγορούμενη
|