συζώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συζώ < αρχαία ελληνική συζῶ < σύν +ζῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
συζώ
- ζω μαζί, μοιράζομαι την ίδια στέγη με τον άνθρωπο με τον οποίο έχω ερωτική σχέση