συναλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναλγία οι συναλγίες
      γενική της συναλγίας των συναλγιών
    αιτιατική τη συναλγία τις συναλγίες
     κλητική συναλγία συναλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναλγία < συν + -αλγία / συναλγώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συναλγία θηλυκό

  • (ιατρική) πόνος ο οποίος εμφανίζεται σε διαφορετικό σημείο από αυτό στο οποίο οφείλεται (π.χ. πόνος σε δόντι στην επάνω γνάθο, όταν το πρόβλημα βρίσκεται σε δόντι στην κάτω γνάθο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]