συνδιοργάνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιοργάνωση | οι | συνδιοργανώσεις |
γενική | της | συνδιοργάνωσης* | των | συνδιοργανώσεων |
αιτιατική | τη | συνδιοργάνωση | τις | συνδιοργανώσεις |
κλητική | συνδιοργάνωση | συνδιοργανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιοργανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδιοργάνωση < συν + διοργάνωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνδιοργάνωση θηλυκό
- η από κοινού διοργάνωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδιοργάνωση
|