συντόμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντόμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντόμως. Συγχρονικά αναλύεται σε σύντομ(ος) + -ως.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sinˈdo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντό‐μως
τονικό παρώνυμο: σύντομος

Επίρρημα[επεξεργασία]

συντόμως

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντόμως < δραστήρι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

συντόμως, συγκριτικός: συντομώτερον/συντομωτέρως, υπερθετικός:  συντομώτατον/συντομώτατον/συντομωτάτως

Πηγές[επεξεργασία]