ταβάνωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταβάνωμα < ταβανώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταβάνωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ταβανώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταβάνωμα
|
ταβάνωμα ουδέτερο
|