ταρατσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρατσώνω < ταράτσα + -ώνω < βενετική terazza < λατινική terra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)

Ρήμα[επεξεργασία]

ταρατσώνω

  1. πατάω το χώμα για να γίνει επίπεδο
  2. (μεταφορικά) χορταίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]