τετρασωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετρασωμία < τετράσωμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετρασωμία θηλυκό
- (χημεία): κράμα τεσσάρων μετάλλων
- (βιολογία): ανώμαλη γενετική κατάσταση όπου οι πυρήνες των κυττάρων περιέχουν τέσσερα χρωματοσώματα ιδίου τύπου αντί δύο σε φυσιολογική κατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετρασωμία
|