τετραφθοροπλατίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραφθοροπλατίνιο < τετραφθορο- + πλατίνιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραφθοροπλατίνιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο του πλατινίου (λευκοχρύσου), όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραφθοριούχο πλατίνιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τετραφθοριωμένο πλατίνιο
- τετραφθόριο του πλατινίου
- τετραφθορίδιο του πλατινίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραφθοροπλατίνιο
|