τηλεδιόδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεδιόδιο τα τηλεδιόδια
      γενική του τηλεδιοδίου
τηλεδιόδιου
των τηλεδιοδίων
    αιτιατική το τηλεδιόδιο τα τηλεδιόδια
     κλητική τηλεδιόδιο τηλεδιόδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεδιόδιο < τηλε- + διόδιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεδιόδιο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) διόδιο που πληρώνεται από απόσταση, χωρίς να χρειαστεί να ακινητοποιηθεί το όχημα
    Η δημιουργία του τηλεδιοδίου, δηλαδή μίας νέου τύπου κάρτας διοδίων, που θα είναι συμβατή με όλους τους σταθμούς διοδίων της χώρας και της Ε.Ε. και θα ενημερώνει ηλεκτρονικά κεντρικό σύστημα καταγραφής διελεύσεων και εσόδων, αποτελεί τον νέο στόχο του υπουργείου Υποδομών. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]