τραπεζοσοβιετία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραπεζοσοβιετία οι τραπεζοσοβιετίες
      γενική της τραπεζοσοβιετίας των τραπεζοσοβιετιών
    αιτιατική την τραπεζοσοβιετία τις τραπεζοσοβιετίες
     κλητική τραπεζοσοβιετία τραπεζοσοβιετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραπεζοσοβιετία < τράπεζες + σοβιετία (< σοβιέτ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραπεζοσοβιετία θηλυκό

  • δημώδης - δημοσιογραφικός σκωπτικός χαρακτηρισμός, με σοβιετικούς συνειρμούς, της υφιστάμενης σήμερα οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα σχετικά με κατασχέσεις ακινήτων που πρωτοστατούν οι τράπεζες.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]