τσέργα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσέργα οι τσέργες
      γενική της τσέργας των (τσεργών)
    αιτιατική την τσέργα τις τσέργες
     κλητική τσέργα τσέργες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσέργα ή τσέργκα < σλαβική tsẽrga

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέργα θηλυκό, το λινό στρώμα που κατασκευάζονταν από τις επεξεργασμένες ίνες της κάναβης (κάσιας) και παραγεμίζονταν μ΄ άχυρα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]