τσεκάπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσεκάπ ουδέτερο άκλιτο
- συστηματικός έλεγχος της υγείας που επαναλαμβάνεται για προληπτικους λόγους σε τακτά χρονικά διαστήματα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πάω για το ετήσιο τσεκάπ μου: για τον προληπτικό έλεγχο υγείας που κάνω κάθε χρόνο