υπαντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαντώ < αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.panˈdo/

Ρήμα[επεξεργασία]

υπαντώ

  1. (αρχαιοπρεπές) συναντώ
  2. (αρχαιοπρεπές) προϋπαντώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]