υπερπόλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερπόλωση | οι | υπερπολώσεις |
γενική | της | υπερπόλωσης* | των | υπερπολώσεων |
αιτιατική | την | υπερπόλωση | τις | υπερπολώσεις |
κλητική | υπερπόλωση | υπερπολώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερπολώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(η) υπερπόλωση θηλυκό
μόνο ενικός ως φαινόμενο
πληθυντικός ως συμβάντα
- αύξηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ή σε σχέση με την θέση ισορροπίας (συνήθως αφορά στιγμιαία μεταβολή)
- διαγραμματική ακίδα τάσης, σύντομη αύξηση τάσης
- νευρική ώθηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : ΗΒ: hyperpolarisation (en), ΗΠΑ: hyperpolarization (en), hyperpolation (en)