φανῇ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
φανή
,
Φανή
Αρχαία ελληνικά
(grc)
[
επεξεργασία
]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[
επεξεργασία
]
φᾱνῇ
δοτική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
(
φανή
)
του
φανός
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
φᾰνῇ
β΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
μέσου
μέλλοντα
(
φανῶ
)
του
φαίνω
γ΄
πρόσωπο
ενικού
υποτακτικής
παθητικού
αορίστου
(
ἐφάνην
)
του
φαίνω
Κατηγορίες
:
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες