φεγγοβόλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεγγοβόλημα <
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φεγγοβόλημα ουδέτερο
- η αχνή λάμψη, των αστεριών, της φωτιάς που ανάβει κάποιος στην εξοχή
- η εσωτερική λάμψη (των ματιών, του προσώπου)
- η λάμψη που απλώνεται, η έντονη λάμψη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φεγγοβόλημα
|