φιλειρηνίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλειρηνίστρια οι φιλειρηνίστριες
      γενική της φιλειρηνίστριας των φιλειρηνιστριών
    αιτιατική τη φιλειρηνίστρια τις φιλειρηνίστριες
     κλητική φιλειρηνίστρια φιλειρηνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλειρηνίστρια < φιλειρηνιστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλειρηνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]