φιλειρηνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλειρηνίστρια < φιλειρηνιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλειρηνίστρια θηλυκό
- το θηλυκό του φιλειρηνιστή, η γυναίκα που πιστεύει βαθιά στις δυνατότητες της ειρηνικής συνεννόησης των λαών και η ακτιβίστρια προς την αυτή κατεύθυνση