φιλλυρέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλλυρέα < νεολατινική phillyrea
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλλυρέα θηλυκό
- (φυτό) θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ελαιοειδών