φλομώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλομώνω < μεσαιωνική ελληνική φλομώνω < (ελληνιστική κοινήφλόμος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική φλόμος (θηλυκό)

Ρήμα[επεξεργασία]

φλομώνω

  1. (κυριολεκτικά) γεμίζω με καπνό ή με μια άσχημη μυρωδιά έναν χώρο
  2. (μεταφορικά) ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]