φωτοτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοτεχνία οι φωτοτεχνίες
      γενική της φωτοτεχνίας των φωτοτεχνιών
    αιτιατική τη φωτοτεχνία τις φωτοτεχνίες
     κλητική φωτοτεχνία φωτοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτοτεχνία < φωτο- + -τεχνία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτοτεχνία θηλυκό

  • η επιστήμη για το φωτισμό χώρων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]