χτυπητά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xti.piˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πη‐τά
Επίρρημα
[επεξεργασία]χτυπητά
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) με χτυπητό τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χτυπητά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χτυπητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χτυπητός