χυδαΐζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυδαΐζω < ελληνιστική κοινή χῠδαΐζομαι < αρχαία ελληνική χυδαῖος < χέω

Ρήμα[επεξεργασία]

χυδαΐζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]