χυδαΐζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυδαΐζω < ελληνιστική κοινή χῠδαΐζομαι < αρχαία ελληνική χυδαῖος < χέω
Ρήμα[επεξεργασία]
χυδαΐζω
- (λόγιο) άλλη μορφή του εκχυδαΐζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκχυδαΐζω
- εκχυδαϊσμός
- εκχυδαϊστικός
- χυδαϊσμός
- χυδαϊστής
- → δείτε τη λέξη χυδαίος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χυδαΐζω | χυδάιζα | θα χυδαΐζω | να χυδαΐζω | χυδαΐζοντας | |
β' ενικ. | χυδαΐζεις | χυδάιζες | θα χυδαΐζεις | να χυδαΐζεις | χυδάιζε | |
γ' ενικ. | χυδαΐζει | χυδάιζε | θα χυδαΐζει | να χυδαΐζει | ||
α' πληθ. | χυδαΐζουμε | χυδαΐζαμε | θα χυδαΐζουμε | να χυδαΐζουμε | ||
β' πληθ. | χυδαΐζετε | χυδαΐζατε | θα χυδαΐζετε | να χυδαΐζετε | χυδαΐζετε | |
γ' πληθ. | χυδαΐζουν(ε) | χυδάιζαν χυδαΐζαν(ε) |
θα χυδαΐζουν(ε) | να χυδαΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χυδάισα | θα χυδαΐσω | να χυδαΐσω | χυδαΐσει | ||
β' ενικ. | χυδάισες | θα χυδαΐσεις | να χυδαΐσεις | χυδάισε | ||
γ' ενικ. | χυδάισε | θα χυδαΐσει | να χυδαΐσει | |||
α' πληθ. | χυδαΐσαμε | θα χυδαΐσουμε | να χυδαΐσουμε | |||
β' πληθ. | χυδαΐσατε | θα χυδαΐσετε | να χυδαΐσετε | χυδαΐστε | ||
γ' πληθ. | χυδάισαν χυδαΐσαν(ε) |
θα χυδαΐσουν(ε) | να χυδαΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χυδαΐσει | είχα χυδαΐσει | θα έχω χυδαΐσει | να έχω χυδαΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις χυδαΐσει | είχες χυδαΐσει | θα έχεις χυδαΐσει | να έχεις χυδαΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει χυδαΐσει | είχε χυδαΐσει | θα έχει χυδαΐσει | να έχει χυδαΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χυδαΐσει | είχαμε χυδαΐσει | θα έχουμε χυδαΐσει | να έχουμε χυδαΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε χυδαΐσει | είχατε χυδαΐσει | θα έχετε χυδαΐσει | να έχετε χυδαΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χυδαΐσει | είχαν χυδαΐσει | θα έχουν χυδαΐσει | να έχουν χυδαΐσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυδαΐζω
|