εκχυδαΐζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχυδαΐζω < εκ + χυδαΐζω (χυδαίος + -ίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.çi.ðaˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐χυ‐δα‐ΐ‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκχυδαΐζω, πρτ.: εκχυδάισα, παθ.φωνή: εκχυδαΐζομαι, π.αόρ.: εκχυδαΐστικα, μτχ.π.π.: εκχυδαϊσμένος

  • μετατρέπω σε χυδαίο
    Στην αρχή ήταν λίγο προσεκτικός στις κουβέντες του αλλά τελικά εκχυδάισε τελείως τη συζήτηση απευθυνόμενος συνέχεια προς την αντιπολίτευση με βωμολοχίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χυδαίος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]