χέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χύνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέω < αρχαία ελληνική χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)

χέω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Από το χέω

και δείτε

Θέμα χο-

και

Θέμα χυσ-

Θέμα χυτ-

Δείτε και τις λέξεις,
με τα παράγωγά τους:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)

χέω

  1. χύνω, σκορπίζω, στρώνω στο δάπεδο, στη γη, απλή μορφή κυρίως σε επικά έργα και ποίηση, πιο συνηθισμένο στα σύνθετά του
    κρήνη κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης χέει ὕδωρ (Ιλιάδα)
    χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσι
    δάκρυα θερμὰ χέοντες
    φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον (Αισχύλος)
    κεχυμένοι ὀφθαλμοί (δακρυσμένα μάτια)
    πάγου χυθέντος : όταν είχε "στρώσει" το χιόνι
  2. (μεταφορικά) σκορπίζομαι παντού, γεμίζει ο τόπος, έχω υπερβολική παρουσία-ποσότητα-ένταση
    χέοντο δούρατα, βέλεα (έπεφταν βροχή τα βέλη, τα ακόντια, χύνονταν σαν νερό)
    ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο : παντού παραμόνευε ο θάνατος
    ἐχύθη οἱ θυμός
  3. με έντονη ροπή, τάση προς κάτι
    κεχυμένος ἐς τἀφροδίσια, πρὸς ἡδονήν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • χέω και επικός τύποςχείω και αργότερα χύνω και χεύω, παρατ. ἔχεον μέλλοντας χέω (διακρινόταν από τον ενεστώτα από τα συμφραζόμενα) αοριστος ἔχεα και επικός τύποςἔχευα, στην Ιλιάδα χεῦα μεταγενέστερα ἔχευσα παρακ. κέχυκα
  • Μέσος και παθ. ενεστ. χέομαι και χεύομαι, παρατ. ἐχεόμην, μέλλ. χέομαι και χυθήσομαι και αργότερα χεθήσομαι, αόριστος ἐχεάμην, επικός τύποςἐχευάμην και χευάμην και ἐχύθην και αργότερα ἐχέθην, παρακ. κέχυμαι, υπερσ. ἐκεχύμην
  • χύννω και χύνω στην (ελληνιστική κοινή) παράλληλα με τους αρχαίους τύπους