χυτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χυτός | η | χυτή | το | χυτό |
γενική | του | χυτού | της | χυτής | του | χυτού |
αιτιατική | τον | χυτό | τη | χυτή | το | χυτό |
κλητική | χυτέ | χυτή | χυτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χυτοί | οι | χυτές | τα | χυτά |
γενική | των | χυτών | των | χυτών | των | χυτών |
αιτιατική | τους | χυτούς | τις | χυτές | τα | χυτά |
κλητική | χυτοί | χυτές | χυτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χυτός < αρχαία ελληνική χυτός < χέω
Επίθετο
[επεξεργασία]χυτός, -ή, -ό
- που παίρνει την μορφή του καλουπιού στο οποίο τοποθετείται
- που εφαρμόζει καλά στο σώμα (για ρούχο)
- καλλίγραμμος, ομορφοφτιαγμένος (για σώμα ανθρώπου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χυτός < χέω
Επίθετο
[επεξεργασία]χυτός, ή, όν
- που είναι χυμένος
- που είναι σωρευμένος
- χυτή γαῖα: χώμα σωρευμένο, τάφος
- τηκτός, εύτηκτος
- ρευστός υγρός
- κυματιστός
- νομαδικός