ψευτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτίζω < ψεύτ(ης) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψευτίζω, αόρ.: ψεύτισα, μτχ.π.π.: ψευτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φτιάχνω κάτι σαν να είναι ψεύτικο, κατώτερης ποιότητας
  2. ευτελίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]