ψιψίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιψίκα | οι | ψιψίκες |
γενική | της | ψιψίκας | — | |
αιτιατική | την | ψιψίκα | τις | ψιψίκες |
κλητική | ψιψίκα | ψιψίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιψίκα < (ηχομιμητική λέξη) ψιψ(ί) + -ίκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιψίκα θηλυκό
- (χαϊδευτικό) η γάτα, άλλη μορφή του ψιψίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γατάκι, ηχομιμητικό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίκα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)