ψυχοπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοπονώ < μεσαιωνική ελληνική ψυχοπονώ < αρχαία ελληνική ψυχή + πόνος

Ρήμα[επεξεργασία]

ψυχοπονώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]