ως εκ τούτου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ως εκ τούτου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὡς ἐκ τούτου < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὡς ἐκ τούτου → δείτε τις λέξεις ὡς, ἐκ και τούτου

Έκφραση

[επεξεργασία]

ως εκ τούτου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • τούτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)