επομένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επομένως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑπομένως < μετοχή ἑπόμενος
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]επομένως
- (συμπερασματικός σύνδεσμος) συνδέει δυο πράξεις που θα συμβούν λογικά, φυσικά, η μια μετά την άλλη