επόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επόμενο | τα | επόμενα |
γενική | του | επομένου & επόμενου |
των | επομένων |
αιτιατική | το | επόμενο | τα | επόμενα |
κλητική | επόμενο | επόμενα | ||
Δείτε και την κλίση της μετοχής: επόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επόμενο < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής επόμενος < αρχαία ελληνική ἑπόμενον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpo.me.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επόμενο θηλυκό
- αυτό που ακολουθεί (συχνά στον πληθυντικό)
- τα επόμενα θα καταδείξουν την αλήθεια των επιχειρημάτων μου
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]επόμενο