επόμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επόμενο τα επόμενα
      γενική του επομένου
επόμενου
των επομένων
    αιτιατική το επόμενο τα επόμενα
     κλητική επόμενο επόμενα
Δείτε και την κλίση της μετοχής: επόμενος.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επόμενο < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής επόμενος < αρχαία ελληνική ἑπόμενον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpo.me.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επόμενο θηλυκό

  • αυτό που ακολουθεί (συχνά στον πληθυντικό)
    τα επόμενα θα καταδείξουν την αλήθεια των επιχειρημάτων μου

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

επόμενο

  1. αιτιατική ενικού του επόμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επόμενος