επομένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επομένη | οι | επόμενες |
γενική | της | επομένης | των | επομένων |
αιτιατική | την | επομένη | τις | επόμενες |
κλητική | επομένη | επόμενες | ||
Δείτε και την κλίση του επόμενη, θηλυκού της μετοχής επόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επομένη: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής επόμενος στη λόγια μορφή του θηλυκού κατά τη αρχαία ελληνική ἑπομένη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.poˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πο‐μέ‐νη
- τονικό παρώνυμο: επόμενη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επομένη θηλυκό
- η επόμενη μέρα, η μέρα που ακολουθεί
- ⮡ Φτάσαμε στη Παρίσι την Τετάρτη. Την επομένη πήγαμε στο Λούβρο. (δηλαδή, την Πέμπτη)
- ≠ αντώνυμα: προηγουμένη