ἄημι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ἄημι
- πνέω, φυσώ
- μέσο πλήττομαι από τον άνεμο, κυμαίνομαι
- (μεταφορικά) το πισωγύρισμα, η αναποφασιστικότητα, η αμφιταλάντευση
- (μεταφορικά) αποπνέω, εκπέμπω
- περί τ᾽ ἀμφί τε κάλλος ἄητο : η ομορφιά της έπνεε παντού τριγύρω της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.