ἐκκυβεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκκυβεύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐκκυβεύω < ἐκ- + κυβεύω. Δείτε κύβος

ἐκκυβεύω

  1. παίζω ζάρια
  2. (μεταφορικά) ρισκάρω, διακυβεύω
  3. (μεσοπαθητική:) ἐκκυβεύομαι, χάνω στα ζάρια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κύβος