ἐκκυβεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐκκυβεύω
- παίζω ζάρια
- (μεταφορικά) ρισκάρω, διακυβεύω
- (μεσοπαθητική:) ἐκκυβεύομαι, χάνω στα ζάρια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κύβος
Κλίση
[επεξεργασία]ενεργητικός ενεστώτας | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | ἐκκυβεύω | ἐκκυβεύω | ἐκκυβεύοιμι | — |
σὺ | ἐκκυβεύεις | ἐκκυβεύῃς | ἐκκυβεύοις | ἐκκύβευε |
οὖτος | ἐκκυβεύει | ἐκκυβεύῃ | ἐκκυβεύοι | ἐκκυβευέτω |
ἡμεῖς | ἐκκυβεύομεν | ἐκκυβεύωμεν | ἐκκυβεύοιμεν | — |
ὑμεῖς | ἐκκυβεύετε | ἐκκυβεύητε | ἐκκυβεύοιτε | ἐκκυβεύετε |
οὗτοι | ἐκκυβεύουσῐ(ν) | ἐκκυβεύωσῐ(ν) | ἐκκυβεύοιεν | ἐκκυβευόντων ἐκκυβευέτωσαν |
2o δυϊκός | ἐκκυβεύετον | ἐκκυβεύητον | ἐκκυβεύοιτον | ἐκκυβεύετον |
3o δυϊκός | ἐκκυβεύετον | ἐκκυβεύητον | ἐκκυβευοίτην | ἐκκυβευέτων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
ἐκκυβεύειν | ἐκκυβεύων | ἐκκυβεύουσα | ἐκκυβεῦον |
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ἐκκυβεύομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκκυβεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.